-
1 зимовка
-
2 зимовка
-и θ.1. διαχείμαση, παραχείμαση, ξεχείμασμα, ξεχειμώνιασμα.2. χειμαδιό.
См. также в других словарях:
χειμαδιό — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA του Πύργου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοιλαδίου. 3.… … Dictionary of Greek
παραχειμάδιον — το, Μ 1. τόπος όπου παραχειμάζει κανείς, μέρος κατάλληλο για διαχείμαση, χειμαδιό 2. φρ. «καιρὸς παραχειμαδίου» η εποχή που πηγαίνουν για διαχείμαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειμάδιον (< χειμάζω)] … Dictionary of Greek
χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… … Dictionary of Greek